ἀχήμασι

ἀχήμασι
ἀ̱χήμασι , ἤχημα
sound
neut dat pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήχημα — ἤχημα και δωρ. τ. ἄχημα, το (Α) [ηχώ] 1. ο ήχος 2. το άσμα («μελῳδοῑς ἀχήμασι», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”